- ηθαίος
- ἠθαῑος, -αία, -ον (Α) [ήθος]δωρ. τ. τού ηθείος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠθαῖος — masc nom sg ἠθεῖος trusty masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθαῖον — ἠθαῖος masc acc sg ἠθαῖος neut nom/voc/acc sg ἠθεῖος trusty masc acc sg (doric) ἠθεῖος trusty neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
ηθείος — ἠθεῑος, δωρ. τ. ἠθαῑος, α, ον (Α) [ήθος] 1. (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού προς μεγαλύτερο) πιστός, προσφιλής, αγαπητός, σεβαστός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἠθαῑοι οι πιστοί φίλοι … Dictionary of Greek